- πολυτάρακτον
- πολυτάρακτοςmuch-disturbedmasc/fem acc sgπολυτάρακτοςmuch-disturbedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυτάρακτος — ον, Α 1. ο πολύ ταραγμένος ή αυτός που ταράζεται πολύ 2. (το ουδ. ως επίρρ.) πολυτάρακτον με μεγάλη ταραχή και, κυρίως, με πολλές ή δυνατές φωνές («ἐξῆρχε τοῦ θρόνου ὁ πατὴρ πολυτάρακτον βοῶν», Αχ. Τάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τάρακτος (<… … Dictionary of Greek